-
1 πόρσιστα
-
2 πόρσω
πόρσω, adv., = πόῤῥω; Pind. τὸ πόρσω, Gl. 3, 44; compar., πάπταινε πόρσιον, 1, 114; ὡς πόρσιστα, N. 9, 29; doch hat er auch die Form πρόσω (s. unten); ἐπίβαινε πόρσω, Soph. O. C. 175, vgl. 226; auch übertr., μὴ πόρσω φωνεῖν, El. 206; einzeln bei den folgdn Dichtern. Die Gramm. erkl. die Form für äol., eben so wie die compar. πορσωτέρω, πορσωτάτω.
См. также в других словарях:
πόρσιστα — πρόσω forwards irreg̱superl poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α επιρρ. (τοπ. με την έννοια τής κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω… … Dictionary of Greek